εφυδραργυρώνω

εφυδραργυρώνω
[-ώ (ο)] μετ. покрывать ртутью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εφυδραργυρώνω" в других словарях:

  • εφυδραργυρώνω — και εφυδραργυρῶ, όω επικαλύπτω την επιφάνεια μετάλλινου αντικειμένου με λεπτό στρώμα υδραργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑδράργυρος] …   Dictionary of Greek

  • εφυδραργύρωση — η [εφυδραργυρώνώ] επικάλυψη τής επιφάνειας κάποιου μετάλλινου πράγματος με λεπτό στρώμα υδραργύρου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»